κρυσταλλίζω

κρυσταλλίζω
κρυσταλλίζω (s. next entry; hapax leg.) shine like crystal, be as transparent as crystal of jasper Rv 21:11.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλίζω — (Α κρυσταλλίζω) [κρύσταλλος] είμαι καθαρός και διαφανής σαν κρύσταλλο ή όμοιος με κρύσταλλο …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλίζοντι — κρυσταλλίζω to be clear as crystal pres part act masc/neut dat sg κρυσταλλίζω to be clear as crystal pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλίζων — κρυσταλλίζω to be clear as crystal pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”